- αποκρεύω
- [Αποκρεά]1. τρώω κρέας την τελευταία μέρα πριν από την περίοδο της νηστείας2. γιορτάζω την αποκριά3. γλεντώ, διασκεδάζω4. βλέπω για τελευταία φορά, χάνω οριστικά («αποκρέψαμε από φίλους»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποκρεύω — εψα, κάνω αποκριά, απολαύω κάτι ευχάριστο για τελευταία φορά: Ήταν η τελευταία φορά που αποκρέψαμε όλοι μαζί. – Απόψε θ αποκρέψουμε το φρέσκο ψάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)